- αναθρονίζομαι
- και -ιάζομαι1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία.ΠΑΡ. αναθρόνιση (-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.