αναθρονίζομαι

αναθρονίζομαι
και -ιάζομαι
1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο
2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία.
ΠΑΡ. αναθρόνιση (-ις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναθρόνιση — η ( ις, έως) η εκ νέου ενθρόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθρονίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”